παραθετικά
θετικός slightly
συγκριτικός more slightly
υπερθετικός most slightly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
slightly < slight + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

slightly (en)

  • ελαφρώς, ελαφρά, ελάχιστα, λίγο
    ⮡  slightly better - ελαφρώς καλύτερος
    ⮡  He was slightly injured.
    Τραυματίστηκε ελαφρά.
    ⮡  Who wants to take part in a slightly dangerous biological experiment?
    Ποιος θέλει να πάρει μέρος σε ένα ελάχιστα επικίνδυνο βιολογικό πείραμα;
    ⮡  The road goes slightly uphill.
    Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο.