Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός slightly
συγκριτικός more slightly
υπερθετικός most slightly

  Ετυμολογία επεξεργασία

slightly < slight + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

slightly (en)

  • ελαφρώς, ελαφρά, λίγο
    slightly better - ελαφρώς καλύτερος
    He was slightly injured.
    Τραυματίστηκε ελαφρά.

  Πηγές επεξεργασία