Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
skyline skylines

  Ετυμολογία επεξεργασία

skyline < sky + line

  Ουσιαστικό επεξεργασία

skyline (en)

  • ο ορίζοντας μιας πόλης, η χαρακτηριστική όψη μιας πόλης με τα κτήριά της
    New York’s skyline - ο ορίζοντας της Νέας Γόρκης

  Πηγές επεξεργασία