skopolamino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skopolamino | skopolaminoj |
αιτιατική | skopolaminon | skopolaminojn |
skopolamino (eo)
- (χημεία) η σκοπολαμίνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skopolamino | skopolaminoj |
αιτιατική | skopolaminon | skopolaminojn |
skopolamino (eo)