skombro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skombro | skombroj |
αιτιατική | skombron | skombrojn |
skombro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skombro | skombroj |
αιτιατική | skombron | skombrojn |
skombro (eo)