skolo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skolo | skoloj |
αιτιατική | skolon | skolojn |
skolo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skolo | skoloj |
αιτιατική | skolon | skolojn |
skolo (eo)