skio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skio | skioj |
αιτιατική | skion | skiojn |
skio (eo)
- το σκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skio | skioj |
αιτιατική | skion | skiojn |
skio (eo)