sketejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sketejo | sketejoj |
αιτιατική | sketejon | sketejojn |
sketejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sketejo | sketejoj |
αιτιατική | sketejon | sketejojn |
sketejo (eo)