skalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skalo | skaloj |
αιτιατική | skalon | skalojn |
skalo (eo)
- η κλίμακα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skalo | skaloj |
αιτιατική | skalon | skalojn |
skalo (eo)