skadro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- skadro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skadro | skadroj |
αιτιατική | skadron | skadrojn |
skadro (eo)
- (στρατιωτικός όρος) η ίλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skadro | skadroj |
αιτιατική | skadron | skadrojn |
skadro (eo)