Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

składać (pl)

  1. συγκεντρώνω, συλλέγω
  2. συνθέτω, μαζεύω τα συστατικά και κατασκευάζω κάτι
  3. μαζεύω, διπλώνω (σκηνή, ρούχα κλπ)
  4. συντάσσω (επιστολή, αίτηση κλπ)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία