siringo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- siringo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siringo | siringoj |
αιτιατική | siringon | siringojn |
siringo (eo)
- η σύριγγα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siringo | siringoj |
αιτιατική | siringon | siringojn |
siringo (eo)