sintezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sintezo | sintezoj |
αιτιατική | sintezon | sintezojn |
sintezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sintezo | sintezoj |
αιτιατική | sintezon | sintezojn |
sintezo (eo)