sinapo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sinapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinapo | sinapoj |
αιτιατική | sinapon | sinapojn |
sinapo (eo)
- το σινάπι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sinapo | sinapoj |
αιτιατική | sinapon | sinapojn |
sinapo (eo)