simultanéisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
simultanéisme | simultanéismes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsimultanéisme (fr) αρσενικό
- τρόπος διήγησης όπου ο διηγητής παρουσιάζει διάφορα ταυτόχρονα στοιχεία που ανήκουν σε παράλληλες πράξεις χωρίς μετάβαση από το ένα στο άλλο