simpozio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpozio | simpozioj |
αιτιατική | simpozion | simpoziojn |
simpozio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpozio | simpozioj |
αιτιατική | simpozion | simpoziojn |
simpozio (eo)