simpatio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpatio | simpatioj |
αιτιατική | simpation | simpatiojn |
simpatio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simpatio | simpatioj |
αιτιατική | simpation | simpatiojn |
simpatio (eo)