simiino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simiino | simiinoj |
αιτιατική | simiinon | simiinojn |
simiino (eo)
- η πιθηκίνα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simiino | simiinoj |
αιτιατική | simiinon | simiinojn |
simiino (eo)