simetrio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- simetrio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simetrio | simetrioj |
αιτιατική | simetrion | simetriojn |
simetrio (eo)
- (μαθηματικά) η συμμετρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simetrio | simetrioj |
αιτιατική | simetrion | simetriojn |
simetrio (eo)