silikono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- silikono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | silikono | silikonoj |
αιτιατική | silikonon | silikonojn |
silikono (eo)
- η σιλικόνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | silikono | silikonoj |
αιτιατική | silikonon | silikonojn |
silikono (eo)