silento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | silento | silentoj |
αιτιατική | silenton | silentojn |
silento (eo)
- η ησυχία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | silento | silentoj |
αιτιατική | silenton | silentojn |
silento (eo)