sigelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sigelo | sigeloj |
αιτιατική | sigelon | sigelojn |
sigelo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sigelo | sigeloj |
αιτιατική | sigelon | sigelojn |
sigelo (eo)