siblado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siblado | sibladoj |
αιτιατική | sibladon | sibladojn |
siblado (eo)
- το σφύριγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | siblado | sibladoj |
αιτιατική | sibladon | sibladojn |
siblado (eo)