Ετυμολογία

επεξεργασία
sia < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sia siaj
αιτιατική sian siajn

sia (eo)

  • δικός (δική, δικό, δικοί, δικές, δικά) μου (σου, του, μας, σας, τους)