shoulder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shoulder | shoulders |
shoulder (en)
- (ανθρώπινο σώμα) ο ώμος
- ⮡ I have broad shoulders.
- Έχω φαρδείς ώμους.
- ⮡ He had an operation on his shoulder last year.
- Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
- ⮡ I have broad shoulders.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | shoulder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shoulders |
αόριστος | shouldered |
παθητική μετοχή | shouldered |
ενεργητική μετοχή | shouldering |
shoulder (en)
- (μεταβατικό) επωμίζομαι
- ⮡ I am shouldering some responsibilities.
- Επωμίζομαι κάποιες ευθύνες.
- ⮡ I feel the magnitude of the responsibilities I have been shouldered with.
- Συναισθάνομαι το μέγεθος των ευθυνών που έχω επωμιστεί.
- ⮡ I am shouldering some responsibilities.