shitshow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shitshow | shitshows |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
shitshow (en)
ενικός | πληθυντικός |
shitshow | shitshows |
shitshow (en)