shiner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
shiner | shiners |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαshiner (en)
- (ανεπίσημο) το μελανιασμένο μάτι
Πηγές
επεξεργασία- shiner - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 534. ISBN 9780194325684., λήμμα: μελανιάζω