severeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | severeco | severecoj |
αιτιατική | severecon | severecojn |
severeco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | severeco | severecoj |
αιτιατική | severecon | severecojn |
severeco (eo)