servilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servilo | serviloj |
αιτιατική | servilon | servilojn |
servilo (eo)
- (πληροφορική) ο διακομιστής, ο σέρβερ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servilo | serviloj |
αιτιατική | servilon | servilojn |
servilo (eo)