serpe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
serpe | serpes |
serpe (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαserpe (it)
- το φίδι
ενικός | πληθυντικός |
serpe | serpes |
serpe (fr) θηλυκό
serpe (it)