sentenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sentenco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sentenco | sentencoj |
αιτιατική | sentencon | sentencojn |
sentenco (eo)
- το απόφθεγμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sentenco | sentencoj |
αιτιατική | sentencon | sentencojn |
sentenco (eo)