senscieco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senscieco | sensciecoj |
αιτιατική | sensciecon | sensciecojn |
senscieco (eo)
- η άγνοια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senscieco | sensciecoj |
αιτιατική | sensciecon | sensciecojn |
senscieco (eo)