senlima
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- senlima < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senlima | senlimaj |
αιτιατική | senliman | senlimajn |
senlima (eo)
- χωρίς όρια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senlima | senlimaj |
αιτιατική | senliman | senlimajn |
senlima (eo)