sendo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sendo | sendoj |
αιτιατική | sendon | sendojn |
sendo (eo)
- η αποστολή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sendo | sendoj |
αιτιατική | sendon | sendojn |
sendo (eo)