sekvestrado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekvestrado | sekvestradoj |
αιτιατική | sekvestradon | sekvestradojn |
sekvestrado (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sekvestrado | sekvestradoj |
αιτιατική | sekvestradon | sekvestradojn |
sekvestrado (eo)