seko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seko | sekoj |
αιτιατική | sekon | sekojn |
seko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | seko | sekoj |
αιτιατική | sekon | sekojn |
seko (eo)