sciigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciigo | sciigoj |
αιτιατική | sciigon | sciigojn |
sciigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sciigo | sciigoj |
αιτιατική | sciigon | sciigojn |
sciigo (eo)