schuss
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- schuss < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schuss (πυροβολισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
schuss | schuss |
schuss (fr) αρσενικό
Επίρρημα
επεξεργασίαschuss (fr)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
schuss | schuss |
schuss (fr) αρσενικό
schuss (fr)