sceno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sceno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sceno | scenoj |
αιτιατική | scenon | scenojn |
sceno (eo)
- η σκηνή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sceno | scenoj |
αιτιατική | scenon | scenojn |
sceno (eo)