scale up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαscale up (en)
- αυξάνω, μεγαλώνω κάτι αναλογικά, χωρίς να αλλάξει η ταυτότητά του, χωρίς να προστεθούν καινούργια χαρακτηριστικά
- ※ It is designed to make getting started quick and easy, with the ability to scale up to complex applications (Flask framework) [1]
- «Έχει σχεδιαστεί για να κάνει την έναρξη γρήγορη και εύκολη, με την δυνατότητα να μεγαλώνει σε πολύπλοκες εφαρμογές»
- ※ It is designed to make getting started quick and easy, with the ability to scale up to complex applications (Flask framework) [1]