satrapo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- satrapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satrapo | satrapoj |
αιτιατική | satrapon | satrapojn |
satrapo (eo)
- ο σατράπης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satrapo | satrapoj |
αιτιατική | satrapon | satrapojn |
satrapo (eo)