satisfakcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- satisfakcio < satisfakci- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satisfakcio | satisfakcioj |
αιτιατική | satisfakcion | satisfakciojn |
satisfakcio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | satisfakcio | satisfakcioj |
αιτιατική | satisfakcion | satisfakciojn |
satisfakcio (eo)