sanktpromeso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanktpromeso | sanktpromesoj |
αιτιατική | sanktpromeson | sanktpromesojn |
sanktpromeso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanktpromeso | sanktpromesoj |
αιτιατική | sanktpromeson | sanktpromesojn |
sanktpromeso (eo)