sandalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sandalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sandalo | sandaloj |
αιτιατική | sandalon | sandalojn |
sandalo (eo)
- το σανδάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sandalo | sandaloj |
αιτιατική | sandalon | sandalojn |
sandalo (eo)