sanatorio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sanatorio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanatorio | sanatorioj |
αιτιατική | sanatorion | sanatoriojn |
sanatorio (eo)
- το σανατόριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sanatorio | sanatorioj |
αιτιατική | sanatorion | sanatoriojn |
sanatorio (eo)