samovaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- samovaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samovaro | samovaroj |
αιτιατική | samovaron | samovarojn |
samovaro (eo)
- το σαμοβάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samovaro | samovaroj |
αιτιατική | samovaron | samovarojn |
samovaro (eo)