Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμοβάρι τα σαμοβάρια
      γενική του σαμοβαριού των σαμοβαριών
    αιτιατική το σαμοβάρι τα σαμοβάρια
     κλητική σαμοβάρι σαμοβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σαμοβάρι

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμοβάρι < (άμεσο δάνειο) ρωσική самовар (samovar)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαμοβάρι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία