samlandano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samlandano | samlandanoj |
αιτιατική | samlandanon | samlandanojn |
samlandano (eo)
- ο συμπατριώτης, που κατοικεί στην ίδια χώρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | samlandano | samlandanoj |
αιτιατική | samlandanon | samlandanojn |
samlandano (eo)