Ετυμολογία

επεξεργασία
samideano < samide.an + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική samideano samideanoj
αιτιατική samideanon samideanojn

samideano (eo)

  • υποστηρικτής των ίδιων ιδεών με κάποιον άλλο

Σημειώσεις

επεξεργασία
Χρησιμοποιείται συνήθως εννοώντας τους άλλους εσπεραντίστες.