saline
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
saline (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
saline (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saline | salines |
saline (fr) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
saline (fr)