saliko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- saliko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saliko | salikoj |
αιτιατική | salikon | salikojn |
saliko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | saliko | salikoj |
αιτιατική | salikon | salikojn |
saliko (eo)